πού

πού
πού enclitic adv. (Hom.+; pap, LXX; TestSol 1, 46; Just.; Tat. 37, 1; Mel., P. 72, 530.)
marker of an undetermined position or place, somewhere w. quotations (Diod S 1, 12, 10 ‘the poet’ [=Homer] says ποὺ κατὰ τὴν ποίησιν=somewhere in his poem. Of Cercidas [III B.C.] [ed. Diehl3 Fgm. 11a, 4] ὀρθῶς λέγει που Κερκίδας [quot. follows]. Lucian, Ver. Hist. 2, 42 φησὶ γάρ που κἀκεῖνος [i.e. Antimachus IV B.C.], then a quot.; Appian, Bell. Civ. 1, 97 §452 [with a quot.]; Plut., Mor. 553b [Homeric quot.]; Philo, Ebr. 61 εἶπε γάρ πού τις, and Gen 20:12 follows; Just. A I, 3, 3 ἔφη γάρ που καί τις) Hb 2:6; 4:4; 1 Cl 15:2; 21:2; 26:2; 28:2; 42:5.—After a neg.=nowhere Dg 5:2. W. weakening of the local mng. εἰ δέ που παρηκολουθώς τις τοῖς πρεσβυτέροις ἔλθοι when perchance someone came who had been associated with the ‘elders’ Papias (2:4).
marker of numerical approximation, about, approximately (Paus. 8, 11, 14 περὶ εἴκοσί που σταδίους; Aelian, VH 13, 4; Jos., C. Ap. 1, 104) Ro 4:19.—On δή π., μή π. s. δήπου, μήπου.—μή που (some edd. μήπου; v.l. μήπως. Hom. et al.; BGU 446, 15; Jos., Bell. 7, 397, Ant. 18, 183) conj. lest φοβεῖσθαι μ. π. Ac 27:29.—DELG s.v. πο-. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ποῦ — πού enclitic indeclform (adverb) ποῦ where? indeclform (interrog) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πού — που , πού enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • που — πού enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… …   Dictionary of Greek

  • που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πού; — επίρρ. 1. ερωτ. τόπου: Πού το έβαλες το βιβλίο; 2. ερωτ. τροπ.: Πού το έμαθες εσύ; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Που Γι, Αϊσίν Τζορό — (Πεκίνο 1906 – 1982). Ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας. Ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας σε ηλικία 2 ετών με το όνομα Χσυάν – τ’ ουνγκ, αλλά 3 χρόνια αργότερα μετά το επαναστατικό κίνημα του οποίου αρχηγός ήταν ο Σουν Γιατ Σεν, υπογράφτηκε, στο… …   Dictionary of Greek

  • που(τ)τί — το, Ν το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • ούτι που — οὔτι που ή οὔ τί που (Α) υποθέτω όχι, όχι βέβαια («οὔτι που οὖτος Ἀπόλλων», Πινδ.) …   Dictionary of Greek

  • η που — ἤ που (Α) ή ίσως, παρά ίσως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”